παράδεισοι

παράδεισοι
παράδεισος
enclosed park
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • PARADISUS — I. PARADISUS apud recentiores Scriptores, atrium est porticibus circumdatum ante aedes sacras. ex Graeco Παράδεισος, qui ab Hesychio definitur τόπος εν ᾧ παριπάτοι, locus porticibus et deambulatoriis circumdatus, Gallis vero Parvis. Hâc notione… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • САД —    • Hortus,          κη̃πος. Уже Гомер упоминает С. Алкиноя на острове Схерии и сады Лаерта на острове Итаке, насаженные разными плодоносными деревьями. Греки сравнительно мало обращали внимания на садоводство, потому что у них почти не было… …   Реальный словарь классических древностей

  • BROLIA — vox Barbara, Gall. Brevils, h. e. vivaria, παραδεισοι, apud Luithpraudum, Episcopum Cremonensem Legat. ad Nicephorum Phocam Imperatorem Constantinopolitan. A. C. 968. In Umbriam (lege Selymbriam) qui est locus XVIIIM. Constantinopoli distans,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERIBOLUS — I. PERIBOLUS Graece Περίβολος, dictus olim proprie est, certus agri modus, circum templa vacans, vitibus arboribusque consitus et murô clausus, Deoque, cuius id Templum erat, dicatus et Sacerdotum usibus proficiens. Περίβολον τοῦ νεὼ, Auctores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… …   Dictionary of Greek

  • Κατράκης, Πότης — (Δαιμονιά Λακωνίας 1930 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος στον Πειραιά, ενώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Το 1974 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος και αντιπρόεδρος του… …   Dictionary of Greek

  • Μποντλέρ, Σαρλ — (Charles Beaudelaire, Παρίσι 1821 – 1867). Γάλλος ποιητής. Μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες της γαλλικής λογοτεχνίας, αλλά εκτός από αυτό, ο Μ. θεωρείται γενικά και ο δημιουργός της νεώτερης ποίησης και μετά τον ρομαντισμό εκείνος που… …   Dictionary of Greek

  • Ρισπέν, Ζαν — (Richepin, Αλγερία 1849 – Παρίσι 1926). Γάλλος συγγραφέας. Έζησε περιπετειώδη ζωή και ασχολήθηκε με πολλά επαγγέλματα ώσπου να καταπιαστεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία (ναυτικός, χαμάλης, ηθοποιός κ.ά.). Αργότερα συνεργάστηκε με διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”